Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Το λεξιλόγιο της οικοδομής...

αλέ-ρετούρ: διακόπτης που ελέγχει το ίδιο κύκλωμα (συνήθως φωτισμού) με τουλάχιστον άλλον έναν ίδου τύπου δικόπτη, ώστε να ανοίγει το κύκλωμα ο ένας και ακολούθως να το κλείνει ο άλλος. Για παράδειγμα σε υπνοδωμάτιο όπου στην είσοδο θέλουμε να ανοίξουμε τα φώτα κι ύστερα όταν ξαπλώσουμε στο κρεβάτι μας να μπορούμε να τα κλείσουμε απ’ εκεί χωρίς να χρειαστεί να σηκωθούμε. Από τα γαλλικά (allez-retour = πήγαιν’-έλα).
alfablok: βλ. YTONG
αλφάδι: εργαλείο εύρεσης της οριζοντίου, της κατακορύφου ή και γωνίας 45 μοιρών σε σχέση με οποιαδήποτε από τις προηγούμενες δύο, με τη χρήση φυσαλίδων σε λάδι.
αλφαδιά: οριζόντια γραμμή ή επίπεδο σε σχέση με κάποιο ύψος αναφοράς. Π.χ. τα ξύλινα δάπεδα μέσα σε ένα χώρο, πρέπει να είναι αλφαδιά, διαφορετικά το δάπεδο θα έχει κλίση.
αναμονή οπλισμού σκυροδέματος: κομμάτι από κολωνοσίδερο (μπετόβεργα) που εξέχει από το μπετόν της προηγούμενης σκυροδέτησης με σκοπό να οπλίσει το μπετόν της επόμενης (ή και μεθεπόμενης) σκυροδέτησης ώστε να τις συνδέσει αποτελεσματικά. Στις κολώνες πρέπει να είναι 70φ (δηλ. 70 φορές το διαμέτρημα του κολωνοσίδερου) ή περίπου 1,50μ.
ανεστραμμένη δοκός: δοκός που δεν έχει κρέμαση, αλλά εξέχει πάνω από την πλάκα την οποία ενισχύει. Για παράδειγμα η δοκός έχει ύψος 60εκ. και τα 42εκ. εξέχουν πάνω από την πλάκα 18εκ. την οποία ενισχύει.
αντικειμενική αξία ακινήτου: μέγεθος που καθορίζεται από την πολιτεία για φορολογικούς λόγους. Είναι συνήθως πολύ μικρότερη απο την πραγματική αξία(βλ.). Θα έπρεπε (κατά τη γνώμη μας) να ονομάζεται φορολογική αξία, γιατί δεν είναι καθόλου αντικειμενική.
αντισεισμικός αρμός: κενό (συνήθως γεμίζουμε με φελιζόλ) ανάμεσα σε δύο διαφορετικές κατασκευές. Χρειαζόμαστε αυτό τον αρμό γιατί η κάθε κατασκευή στον σεισμό θα έχει ταλάντωση διαφορετικής συχνότητας.
αντισεισμικός θώρακας: είδος τσερκιού που χρησιμοποιείται αντί για το κοινό τσέρκι σε κολώνες και δοκάρια. Αντί για ένα τσέρκι κάθε 10εκ., ο θώρακας αποτελείται από ένα μονοκόματο σίδερο διπλωμένο σαν σπειράλ. Αυτό το μονοκόματο σίδερο τυλίγει τα κολωνοσίδερα της κολώνας ή του δοκαριού. Είναι λίγο ακριβότερο αλλά ο παραγωγός του υποστηρίζει ότι γλυτώνεις κιλά. Ο παραγωγός του ύποστηρίζει, ακόμα, ότι έχει καλύτερη συμπεριφορά στο σεισμό απ’ ότι το κοινό τσέρκι.
αντλία μπετόν ή σοβά: βλ. πρέσα.
αποστάτης: πλαστικό στοιχείο που χρησιμοποιείται για τη εξασφάλιση απόστασης ανάμεσα στο καλούπι του μπετόν και τον οπλισμό. Μ’αυτό τον τρόπο σιγουρεύουμε ότι ο οπλισμός δεν φαίνεται μετά το ξεκαλούπωμα, άρα δεν θα κινδυνεύει να διαβροθεί όταν σοβατιστεί η επιφάνεια ή και από την υγρασία της ατμόσφαιρας (για εμφανείς επιφάνειες).
αποστραγγιστική μεμβράνη: βλ. αυγουλιέρα
αρμός διαστολής: (για σκελετό από σκυρόδεμα) κενό  που συνήθως γεμίζουμε με φελιζόλ ανάμεσα σε τμήματα από μπετόν αρμέ της ίδιας κατασκευής λόγω μεγέθους. Όταν ένα τοιχίο ή μία πλάκα έχει μέγεθος περισσότερο από 30μ, αφήνουμε ένα τέτοιο κενό (μερικά εκατοστά) για να αποροφόνται οι συστολές/διαστολές.
ασβέστης: άσπρος πολτός που χρησιμοποιείται σαν συγκολλητικό υλικό στο σοβάτισμα. Διαβρώνει το χάλυβα και γιαυτό στις μεταλλικές κατασκευές θα πρέπει να αντικαθίσταται με άλλο συγκολλητικό υλικό (υπάρχουν αρκετά στην αγορά).
αστάρι: για βάψιμο η πρώτη στρώση. Από διαφορετικό υλικό απ’ ότι η δεύτερη στρώση, που σκοπό έχει να γεμίσει τους πόρους του τοίχου ή του τοίχου που θα βαφτεί, ώστε να βελτιωθεί η καλυπτικότητα του υλικού βαφής. Για σκυροδέτηση μιάς πλάκας, το αστάρωμα είναι η πρώτη στρώση από μπετόν που συνήθως σκεπάζει μεγάλο μέρος του οπλισμού. Σημειώνουμε ότι το αστάρωμα των πλακών δεν επιτρέπεται, ειδικά όταν οι θερμοκρασίες είναι υψηλές, λόγω του κινδύνου να χωρίσουν οι δύο στρώσεις του σκυροδέματος.

ασφαλτόπανο: μονωτικό υλικό
που χρησιμοποιείται για
υγρομονώσεις
σε σκεπές και δώματα.
Υπάρχει σε διάφορα πάχη
και ποιότητες,
με ή χωρίς ψηφίδα.
ατσαλόπροκα: πρόκα από σκληρυμένο χάλυβα (=ατσάλι). Είναι η μόνη που μπορεί να εισχωρήσει σε μπετόν. Ακόμα κι αυτή αρκετά δύσκολα. Οι κοινές πρόκες(βλ.) στραβώνουν.

αυγουλιέρα:μαύρου χρώματος
(αλλά και καφέ
ή άλλο καμμιά φορά)
που σκοπό έχει την αποστράγγιση
των νερών που θα έρθουν
σε επαφή με τα μπαζωμένα
τοιχία του υπογείου.
Δεν είναι στεγανωτική.
Πρέπει πάντα να τοποθετείται με
τα “βυζάκια” προς το μπετόν.


αφρομπετόν: χωρίς να είναι ακριβώς το ίδιο, μοιάζει με το ελαφρομπετόν (βλ.).
βαρέλα: το φορτηγό
εκείνο που μεταφέρει
μπετόν
από το εργοστάσιο
παραγωγής
ετοίμου σκυροδέματος στο
εργοτάξιο
ή στην οικοδομή
όπου θα χυτευθεί.
Λέγεται και
μπετονιέρα (βλ.).
βίδα: σε όρους καλουπατζήδων είναι ένα στοιχείο ικριώματος (σκαλοσιάς).
beton: βλ. σκυρόδεμα
big bag: σάκκος από πλαστικές ίνες για μεταφορά -συνήθως- αδρανών υλικών ή ασβέστη. Περιέχει λίγο λιγότερο από 1μ3. Προσοχή υπάρχουν και big bag μικρότερου μεγέθους π.χ. μισού μ3.
bobcat: μηχάνημα χωματουργικών εργασιών, μικρός φορτωτής, 
γαρμπίλι: αδρανές υλικό με διάσταση 8-15 χιλιοστά περίπου.
γαρμπιλομπετόν: μπετόν όπως το κανονικό σκυρόδεμα αλλά χωρίς χαλίκι (βλ.) ή σκύρα (βλ.). Παράγεται (όπως και το κανονικό σκυρόδεμα) σε διαβαθμίσεις αντοχής (λ.χ. c16-20, c20-25, κλπ), αλλά καθώς δεν περιέχει μεγάλα αδρανή, είναι καταλληλότερο για πυκνά οπλισμένα στοιχεία σκυροδέματος αλλά και για στοιχεία μικρότερων διατομών όπου το κανονικό σκυρόδεμα θα είχε δυσκολία να διεισδύσει και θα υπήρχε ο κίνδυνος (αστοχιών). Περισσότερα για το μπετόν

γερανός: τριών ειδών γερανοί χρησιμοποιούνται στην οικοδομή:
1) ο οικοδομικός γερανός,
2) ο τηλεσκοπικός γερανός  (φωτογραφία αριστερά)
και
3) ο παπαγάλος (βλ.).
Ο οικοδομικός γερανός είναι ο μεγαλύτερος απ’ όλους και έχει μήκος που αρχίζει από τα 30μ. Τοποθετείται στο εργοτάξιο για όλη τη διάρκεια του έργου.
Ο τηλεσκοπικός γερανός είναι ένας αυτοκινούμενος γερανός και έχει μεγαλύτερες δυνατότητες από τον παπαγάλο αλλά πολύ μικρότερες από τον οικοδομικό γερανό.
Ο τηλεσκοπικός γερανός είναι κατάλληλος για εργασίες που διαρκούν έως και λίγες μέρες.
γεωύφασμα: ειδικό ύφασμα που συγκρατεί το χώμα και τις πέτρες αλλά επιτρέπει στο νερό να περάσει.
container: κάδος αποκομιδής μπαζών / σκουπιδιών που θα πρέπει να πεταχτούν στην χωματερή.
δαχτυλίδι: το προκατασκευασμένο (από μπετόν) στοιχείο σε σχήμα κυλίνδρου -συνήθως 1μ. ύψος- διαφόρων διαμέτρων που χρησιμοποιείτε για την κατασκευή βόθρου. Συνηθισμένη επιλογή  για μία κατοικία 3 ή 4 καθ’ ύψος, με διάμετρο 3μ.
διογκωμένη πολυστερίνη: βλ. πολυστερίνη
δοκός: ή δοκάρι, στατικό -συνήθως- στοιχείο μιας κατασκευής σε οριζόντια τοποθέτηση. Σε συνδυασμό με κολώνες (βλ.) και πλάκες, σχηματίζουν τον σκελετό της κατασκευής.
δοκίμιο: (συνηθέστερα) δείγμα από ρευστό σκυρόδεμα για εργαστηριακό έλεγχο της αντοχής του στη θλίψη. Συχνά αποκαλούμε έτσι και το καλούπι όπου τοποθετείται το δείγμα. Το δοκίμιο αφήνεται στην οικοδομή (κατά προτίμηση σε σκιερό μέρος) για μία ημέρα, προκειμένου να σφίξει και ακολούθως μεταφέρεται σε εργαστήριο όπου θα συντηθηθεί σε ειδικούς θαλάμους για ένα χρονικό διάστημα έως και 28 ημέρες. Μετά τη συντήρησή του αυτή θα υποβληθεί σε τεστ αντοχής (θραύση με θλίψη) για να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή όχι των προβλεπόμενων αντοχών. Τα δοκίμια αυτού του τύπου έχουν κυβικό σχήμα με διαστάσεις 15 Χ 15 Χ 15εκ.. Περισσότερα για το μπετόν
δομικός χάλυβας: στοιχεία από χάλυβα διατομής Π, Η, τετραγωνικής ή κυκλικής με τα οποία μπορούμε να φτιάξουμε τον σκελετό (φέρων οργανισμός) μιάς κατασκευής.
δονητής: ειδικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη συμπύκνωση του χυτευόμενου σκυροδέματος. Αποτελείται από μία μηχανή εσωτερικής καύσεως κι ένα μαρκούτσι(βλ.).
Η μηχανή μπορεί να κινεί μία γεννήτρια.
Σ’ αυτή την περίπτωση το μαρκούτσι θα είναι ηλεκτρικό.
Το μαρκούτσι δονείται ώστε ερχόμενο σε επαφή με το σκυρόδεμα το κάνει να καταλαμβάνει τα οποιαδήποτε κενά μέσα στο καλούπι με τρόπο που τελικά το σκυρόδεμα συμπυκνώνεται.
Μπορεί ένας δονητής να είναι αποκλειστικά ηλεκτρικός (χωρίς δηλ. καμμία μηχανή εσωτερικής καύσεως) αλλά σ’ αυτή την περίπτωση απαιτείται η συνεχής ηλεκτρική τροφοδοσία του, δηλ. σύνδεση με παροχή ρεύματος (συχνά σε νεοανεγειρόμενες οικοδομές δεν υπάρχει ακόμα παροχή ρεύματος).
Η σημασία της σωστής δόνησης είναι πολύ μεγάλη κατά την χύτευση του μπετόν, ενώ για λόγους ασφαλείας
πρέπει κατά τη διάρκεια μιας σκυροδέτησης να υπάρχεικαι αναπληρωματικός δονητής.
DOW: όνομα αμερικανικής βιομηχανίας χημικών που πρώτη εφηύρε τη μονωτική χρήση της εξηλασμένης πολυστερίνης και παρήγαγε πλάκες τέτοιου είδους. Γι΄ αυτό τα υλικά αυτά -έχει καθιερωθεί να- ονομάζονται με το όνομά της (ενώ συχνά παράγονται από άλλους παραγωγούς).
drainage: σύστημα αποστράγγισης. Συχνά εξωτερικά των περιμετρικών τοιχίων των υπόγειων. Σε υπόγεια όπου υπάρχει η υποψία ότι θα έχουμε πρόβλημα με νερά, ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσε να προσφέρει προστασία. Περιλαμβάνει την τοποθέτηση κροκάλας(βλ.) ή σκύρων(βλ.) γύρω από μία διάτρητη πλαστική σωλήνα αποροής, τυλιγμένης με γεωύφασμα(βλ.)
δράπανο: ηλεκτρικό εργαλείο σε σχήμα πιστολιού. Παίρνει διάφορα εξαρτήματα στο μπροστινό του μέρος ώστε να μπορεί να τρυπήσει, τρίψει ή κόψει επιφάνειες. Συχνά το λέμε και τρυπάνι αλλά το σωστό είναι να λέμε τρυπάνια τα εξαρτήματα που δέχεται για να ανοίγει τρύπες.
δρομική: τρόπος κατασκευής τοιχοποιίας όπου τα τούβλα (ή άλλα στοιχεία) τοποθετούνται στη σειρά. Σε κάθε επόμενη σειρά το τούβλο αρχίζει στη μέση του τούβλου της αποκάτω σειράς. Μ’αυτό τον τρόπο τα τούβλα πλέκουν μεταξύ τους και η τοιχοποιία έχει μεγαλύτερη αντοχή.
δρόμος: το κομμάτι της γης ανάμεσα σε ρυμοτομικές γραμμές (βλ.) που έχει προβλεφθεί για κοινόχρηστη χρήση. Στο πλάτος του δρόμου περιλαμβάνονται και τα πεζοδρόμια (δηλ. αν το πλάτος του δρόμου στο τοπογραφικό είναι 8μ και τα πεζοδρόμια που προβλέπονται είναι 1μ στην κάθε πλευρά, το καθαρό πλάτος που απομένει για διέλευση αυτοκινήτων είναι 6μ).
δώμα: η ταράτσα
ΕΚΚΟ: (Ε.Κ.Κ.Ο. = ελάχιστο κόστος κατασκευής οικοδομής). 
εκτάριο: επιφάνεια γης εμβαδού 10.000 τετραγωνικών μέτρων ή 10 στρεμμάτων. Πόση γη αναλογεί σε κάθε κάτοικο του πλανήτη? 
ελαφρομπετόν:μείγμα από τσιμέντο, νερό και άλλα υλικά, χωρίς μεγάλα αδρανή, που χάρις στα κενά αέρα που εμπεριέχει έχει μικρότερο βάρος από το κανονικό μπετόν. Έχει θερμομονωτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται για γεμίσματα, αντί για την κοινή τσιμεντοκονία επειδή έχει μικρότερο βάρος (1.700 κιλά/μ3).
ελικοπτεράκι: εργαλείο που χρησιμοποιείται για την λείανση ενός βιομηχανικού δαπέδου.
εξηλασμένη πολυστερίνη: βλ. πολυστέρίνη.
εξώστης: το μπαλκόνι
επισκευαστικό κονίαμα: ο όρος αναφέρεται σε μία πολύ μεγάλη ποικιλία υλικών για επισκευές αστοχιών σκυροδέματος ή πακτώσεις αγγυρίων καθώς και πολλά άλλα. Σε ότι αφορά την επισκευή σκυροδέματος (που είναι πιθανώς η συχνότερη χρήση του): είναι υλικό κατασκευασμένο από τσιμένο ειδικής σύστασης που δεν συρρικνόνεται και συνήθως είναι ινοοπλισμένο. Είναι διαφορετικό αν πρόκειται για επισκευή πάχους έως 40χλσ (οπότε η εφαρμογή γίνεται με μυστρί) και διαφορετικό αν πρόκειται για μεγαλύτερα πάχη, οπότε απαιτείται συνήθως καλούπωμα και χύτευση.
επίχρισμα: οποιαδήποτε λεπτή στρώση από ένα υλικό. Στην οικοδομή συνήθως: ο σοβάς.

ερμάριο ΔΕΗ: κολώνα όπου τοποθετείται
ο μετρητής της ΔΕΗ και όπου
συνδέεται η κεντρική παροχή
του ρεύματος από το δίκτυο της ΔΕΗ
προς την οικοδομή μας.
Συχνά στο ίδιο
ερμάριο έρχεται και
η τηλεφωνική σύνδεση.
Για να γίνουν αυτές οι συνδέσεις
χρειάζονται οι αντίστοιχες
γαλβανισμένες σωλήνες 6μ
(τοποθετούνται στο καλούπι
πριν από τη χύτευση).
Σε κάποιες περιπτώσεις
τα τηλεφωνικά καλώδια
έρχονται υπόγεια οπότε
δεν χρειάζεται ο δεύτερος σωλήνας.
ζύγι: εργαλείο για την εξεύρεση της κατακορύφου 
ζώνη: (ή ενισχυμένη ζώνη) οριζόντια δοκός με ύψος όχι μεγαλύτερο από το πάχος της πλάκας την οποία ενισχύει. Για παράδειγμα, η διατομή της έχει πλάτος 100εκ. ενώ το ύψος της είναι 22εκ., όσο και το πάχος της πλάκας την οποία ενισχύει. Χρησιμοποιείται για να ενισχύσει πλάκες όπου οι κρεμάσεις (βλ.) των δοκών είναι ανεπιθύμητες.
ημιυπαίθριος χώρος: για έναν ορθογωνικό χώρο, ένας στεγασμένος χώρος που έχει τρεις πλευρές κλειστές με τοίχους και την μία  πλευρά του ανοιχτή.
θεμελιακή γείωση: τρόπος γείωσης που πλέον έχει γίνει υποχρεωτικός, όπου το καλώδιο της γείωσης εφαρμόζεται πάνω στον οπλισμό της θεμελίωσης πριν από τη χύτευση του μπετόν, ώστε να μείνει τελικά μόνιμα μέσα στο μπετό των θεμελίων της κατασκευής.
ικριώματα: οι σκαλωσιές και τα πλαίσια που χρησιμοποιούνται για την υποστήλωση πλακών και δοκών υπό σκυροδέτηση. Σ’αυτή την περίπτωση λέγονται και προσωρινά υποσηλώματα. Αφαιρούνται αφού το μπετόν έχει αποκτήσει τις απαιτούμενες αντοχές. Επίσης χρησιμοποιούνται εξωτερικά ενός κτιρίου που σοβατίζεται ή βάφεται, για να έχει πρόσβαση το προσωπικό που εκτελεί αυτές τις εργασίες.
jcb: όνομα μάρκας που συνήθως
αναφέρεται σε μηχάνημα
χωματουργικών εργασιών διπλής χρήσης.
Μοιάζει με τρακτέρ
αλλά στην μπροστινή του
μεριά έχει φαρδύ κουβά και
δουλεύει σαν φορτωτής,
ενώ στην πίσω μεριά
έχει βραχίωνα με τσάπα και δουλεύει σαν εκσκαπτικό.
k: συντελεστής θερμικής αγωγιμότητας. Βλ. λ.
κάδος: συνήθως το container (βλ.) αποκομιδής μπαζών / σκουπιδιών
καθαριότητας: το πτώτο σκυρόδεμα που ρίχνουμε πάνω στο χώμα ενός σκάμματος. Απαραίτητο για τρεις τουλάχιστον λόγους: α. ώστε να μην ακουμπήσουμε στην συνέχεια τα σίδερα πάνω στο χώμα, β. για να χαράξουμε σε σταθερό υλικό (με ατσαλόπροκες) τις κολώνες και τα τοιχία της οικοδομής και γ. στην περίπτωση που θα πέσει μια βροχή δεν θα γεμίσει το σκάμμα μας με λάσπες. Έτσι θα είναι ευκολότερο να δουλέψουν τα συνεργεία που θα ακολουθήσουν (καλουπατζήδες, σιδεράδες).
καμινάδα: εκτός από τον αγωγό εξόδου του καπνού ενός τζακιού ή ενός καυστήρα θέρμανσης είναι και: α. τα τσιμεντένια ή inox στοιχεία τετραγωνικής και κυκλικής (αντίστοιχα) διατομής με τα οποία χτίζεται μία καμινάδα.
καπέλο: το τελείωμα μιας καμινάδας(βλ.).
καρότο: δοκίμιο σε κυλινδρικό σχήμα που το παίρνουμε από την οικοδομή με ειδικό δράπανο (καροτιέρα) για έλεγχο αντοχής στην θλίψη στο εργαστήριο. Λέγεται και πυρηνοληψία. Το τεστ είναι καταστροφικό (σ’ αντίθεση με τα δοκίμια (βλ.)) και απαιτεί σημαντικές επισκευές. Υπάρχουν και μη καταστροφικά τεστ όπως η κρουσιμέτρηση, η έμπειξη και ακολούθως εξόλκευση ήλων και η υπερηχομέτρηση,  που όμως παρέχουν μειωμένη εγκυρότητα.
καρούτα: χώρος για να τοποθετηθεί χύμα ασβέστης για σοβάτισμα. Συνήθως φτιάχνεται από μαδέρια ή τσιμεντόλιθους, ώστε να χωράει μέχρι και 8-9μ3. Ο μάστορας που θα κάνει τους σοβάδες θα το φτιάξει σε σημείο που θα τον βολεύει να στήσει την πρέσα (βλ.) του σοβατίσματος.
κλειδί: λάμα μεταλλική με τρύπες που χρησιμοποιείται από τους μπετατζήδες για να σφίγγουν και να ασφαλίζουν το καλούπι μιας κολώνας ώστε ν’αντέξει την υδροστατική πίεση του μπετόν. 4 τέτοιες λάμες δένονται η μία με την άλλη και ασφαλίζονται με τριγωνικές σφήνες. Σε μία κολώνα ύψους 2,6-2,7μ, τοποθετούνται 5 έως 6 τέτοιες τετράδες από κλειδιά.
kN: (kiloNewton) Μονάδα μέτρησης δύναμης. Δεν είναι πολύ επιστημονικό αλλά για πρακτικούς σκοπούς μπορούμε να πούμε ότι είναι περίπου 100 κιλά.
κολώνα: δομικό στοιχείο με στατικές -συνήθως- ιδιότητες. Τα βασικά στοιχεία του σκελετού μιας κατασκευής (εκτός της θεμελείωσης) είναι οι κολώνες (κατακόρυφα στοιχεία), τα δοκάρια (όπως οι κολώνες αλλά τοποθετούνται οριζόντια) και οι πλάκες (οριζόντια στοιχεία). Τα φορτία της κατασκευής μεταφέρονται από τις πλάκες στα δοκάρια, και από τα δοκάρια στις κολώνες κ.ο.κ..
κολώνα ΔΕΗ: βλ. ερμάριο ΔΕΗ.
κομιτατέρ: διακόπτης με 2 ή 3 κουμπιά που το καθένα απ’ αυτά ανοίγει μία διαφορετική ομάδα από φώτα στον ίδιο ή γειτονικούς χώρους. Από τη γαλλική λέξη commutateur. Θα μπορούσαμε στα ελληνικά να το λέμε “πολυδιακόπτης” αλλά δεν συνηθίζεται.
κονίαμα: μείγμα συνήθως από νερό, τσιμέντο, άμμο και πολύ συχνά ασβέστη (που δίνει στο μείγμα συγκολλητικές ιδιότητες). Συχνά το κονίαμα χρησιμοποιείται σαν συνδετικό υλικό στα τούβλα της τοιχοποιίας, στις πέτρες καθώς και σε πολλές άλλες χρήσεις. Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές και εδώ αναφέρουμε την συχνότερη.
κοντέϊνερ: βλ. container
κόντρα: (εκτός από το γνωστό τρόπο ξυρίσματος) α. η διεύθυνση (ή ο φορέας) που είναι κάθετος (90 μοίρες) προς μία άλλη διεύθυνση, β. ένα λατάκι (βλ.) που τοποθετείται κάθετα προς ένα καλούπι ώστε να το κοντράρει, δηλ. να το εμποδίσει να μετακινηθεί κατά τη σκυροδέτηση. Πολύ συχνά για μονοκάλουπα, ντουλάπια κλπ. Περιστασιακά και γ. ένα υποστήλωμα λατάκι ή σωλήνα.
κορνίζα: α. καλούπι από φελιζόλ που τοποθετείται μέσα στο καλούπι του μπετόν πριν το σιδέρωμα και τη χύτευση για να δημιουργήσει ένα σχήμα συνήθως στις ακμές της κάτω πλευράς ενός προβόλου, β. το τελικό προϊόν του (α) από μπετόν και γ. περίγραμμα γύρω από κουφώματα (παράθυρα, πόρτες) συνήθως τα κάνει ο σοβατζής με λάσπη.
κορφιάς: η κάθε ευθεία που σχηματίζεται από την τομή δύο κεκλιμένων επιπέδων (στις ψηλές τους πλευρές) μιας σκεπής. Για κεραμοσκεπή, έτσι ονομάζεται και το είδος του κεραμυδιού (βυζαντινό) που θα χρησιμοποιηθεί για να σκεπάσει αυτή την ευθεία.
κούτελο: τοιχίο μικρού ύψους (λιγότερο από 1μ) με μικρό συνήθως πάχος (15-20εκ), συνήθως περιμετρικά ενός δώματος(βλ.) ή ενός προβόλου(βλ.)
κούφωμα: συνήθως χρησιμοποιείται για τα παράθυρα και τις πόρτες ενώ η πραγματική του ρίζα (από το κούφιος κι όχι το κουφός) αφορά το άνοιγμα στους τοίχους που θα δεχθεί το παράθυρο.
κρέμαση: (για δοκούς) σε μία κανονική δοκό, το μέρος της που κρέμεται κάτω από την πλάκα. Για παράδειγμα, για μία δοκό 20 Χ 60εκ. (πλάτος και ύψος αντίστοιχα), που στηρίζει μία πλάκα πάχους 18εκ., τα 42εκ. από τα 60 εκ. του συνολικού της ύψους, κρέμονται κάτω από τήν πλάκα.
κροκάλα: αδρανές υλικο με διάσταση 60-150 χιλιοστά περίπου.
κοιτόστρωση: είδος θεμελίωσης, αποτελούμενο από ολόσωμα άκαμπτη πλάκα,
λ: (συντελεστής θερμικής αγωγιμότητας, συχνά αναφέρεται και σαν συντελεστής k) δείκτης θερμομονωτικής ικανότητας ενός υλικού. Όσο μικρότερος ο συντελεστής, τόσο καλύτερο μονωτικά είναι το υλικό.
λαμαρίνα τραπεζοειδής: βλ. τραπεζοειηδής λαμαρίνα
λαμπάς: χτίσιμο, συνήθως από τούβλα, μικρού πλάτους. Συνήθως κολλητά σε μία κολώνα από μπετόν, για να περιοριστεί το άνοιγμα που απομένει.
λάσπη: κονίαμα αποτελούμενο από άμμο, νερό, τσιμέντο και ασβέστη. Ο σοβάς αποτελείται από λάσπη.
λατάκι: κομμάτι ξύλου τετραγωνικής διατομής 7,5 Χ 7,5 εκ. (αλλά υπάρχουν και 8Χ8εκ) που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα. Δεν έρχεται σε επαφή με το μπετόν γιατί η χρήση του είναι για ενισχυση του πετσώματος. Κατά τη διάρκεια της ζωής του θα κοπεί αρκετές φορές κι όταν το μήκος του πέσει κάτω από 1μ, θα λέγεται μπαγάς.
λιστέλο: (για κεραμικά πλακίδια) διακοστμητικό στοιχείο που έχει συνήθως το ίδιο μήκος με τα κεραμικά πλακάκια αλλά πολύ μικρότερο πλάτος. Συνήθως τοποθετείται μία σειρά από αυτά ψηλά ή χαμηλά σε ένα τοίχο.
μαδέρι: κομμάτι ξύλου πάχους 5εκ. και πλάτους 20-25εκ. Σε μεγάλα μήκη (πάνω από 3μ), που συνήθως χρησιμοποιείται για την κατασκευή ικριωμάτων.
μανδύας: βλ. τσέρκι

μαρκούτσι: μακρόστενο
κυλινδρικό
εργαλείο που πάλεται
με τρόπο που
τοποθετούμενο
σε νεοχυτευμένο
σκυρόδεμα
προκαλεί τη συμπύκνωσή
του. Βλ. επίσης και
δονητής.
μάρμαρο: εκτός από το γνωστό κρυσταλλικό πέτρωμα είναι και η σκόνη απ’ αυτό το υλικό καθώς και η τελευταία στρώση του σοβά.
μαρμαροποδιά: μάρμαρο πάχους συνήθως 2 ή 3εκ. που τοποθετείται στο κάτω μέρος ανοιγμάτων (παράθυρα, πόρτες, μπαλκονόπορτες). Στην 2η και 3η περίπτωση τοποθετείται μετά τη διάστρωση των σωληνώσεων της θέρμανσης και είναι εξαιρετικά κρίσιμο γιατί καθορίζει ακριβώς το ύψος των δαπέδων.
μαρμαρόσκονη: ρινίσματα (σκόνη) από μάρμαρο, που χρησιμοποιείται στην τελευταία στρώση του σοβά.
μερεμέτι: μικρού μεγέθους εργασία, συχνά επισκευαστική λόγω κάποιας αστοχίας ή κακοτεχνίας ή ανεπαρκούς συντονισμού. Αν και μικρού όγκου, τα μερεμέτια είναι ανεπιθύμητα και από τους τεχνίτες (που αισθάνονται ότι δεν πληρώνονται αρκετά) αλλά και από τους ιδιοκτήτες (που αισθάνονται ότι αδικαιολόγητα πληρώνουν αυτά τα ποσά).
μισοτσίμπουκο: καμπύλωμα στην πάνω εξωτερική πλευρά μιας μαρμαροποδιάς (βλ.). Στην περίπτωση που το καμπύλωμα περιλαμβάνει αμφότερες την πάνω και κάτω εξωτερική γωνία, τότε αυτή η εργασία λέγεται ολόκληρο τσιμπούκι. 
μονοκάλουπο: τοιχίο, κολώνα ή που δεν έχει καλούπι (ή δεν καλουπώθηκε) και από τις δύο πλευρές γιατί π.χ. δεν μπορούσε να γίνει εκσκαφή. Λ.χ. όταν καλουπώνουμε σε επαφή με γειτονική κατασκευή.
μονόπαντο: το πέδιλο ενός τοιχίου ή μίας κολώνας που δεν τοποθετείται συμμετρικά εκκατέροθεν του τοιχίου ή γύρω-γύρω από την κολώνα αλλά μόνο από τη μία πλευρά. Έχει δηλ. μία πάντα. Χρησιμοποιείται όπου μία κολώνα ή ένα τοιχίο είναι σε επαφή με το όριο του οικοπέδου.
μονοσωλήνιο: σύστημα τροφοδοσίας των θερμαντικών σωμάτων (καλοριφέρ) με ζεστό νερό. Το σύστημα αυτό αντικατέστησε παλιότερο σύστημα με δύο σωλήνες κι έτσι πήρε το όνομά του χάρις σ’ αυτή την τεχνική πρόοδο.
μουρέλο: στις μαρμαροποδιές(βλ.), η λεπτή πλευρά τους.
MPa: (Megapascal) Μονάδα μέτρησης της πίεσης (δύναμη ανά μονάδα επιφανείας). 1 MPa = 1 Newton/mm².
μπαγάς: απομεινάρι από λατάκι που έχει μήκος κάτω του ενός μέτρου.
μπάζα: α. το χώμα που χρησιμοποιούμε για επιχωματώσεις που συνήθως δεν είναι πολύ καλό αν πρόκειται για φυτεύσεις,  β. τα σκουπίδια μιας οικοδομής που πρέπει να πεταχτούν σε κάποια χωματερή δηλ. δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για επιχωμάτωση και γ. μία στενή λωρίδα από το ίδιο υλικό που κατασκευάστηκαν τα ντουλάπια (κουζίνας ή υπνοδωματίου) και που τοποθετείται στο κάτω μέρος των ντουλαπιών για να κρύψει -συνήθως- τα ποδαράκια των ντουλαπιών.
μπακλαβαδωτή λαμαρίνα: βλ. τραπεζοειδής λαμαρίνα.
μπατική: τρόπος κατασκευής τοιχοποιίας όπου η κάθε σειρά από τούβλα (ή άλλα στοιχεία) περιέχει 2 τούβλα παράλληλα με το μήκος του τοίχου τοποθετημένα και μετά ένα τούβλο εγκάρσια προς το μήκος του τοίχου τοποθετημένο κ.ο.κ.. Το ελάχιστο πάχος ενός τοίχου χτισμένου μ’αυτό τον τρόπο είναι δύο τούβλα. βλ. επίσης δρομική. βάλε φωτο ή σχήμα
μπετόν: βλ. σκυρόδεμα.
μπετόν αρμέ: οπλισμένο με χάλυβα μπετόν(βλ.).
μπετονιέρα: το μηχάνημα
εκείνο που έχει
κάδο
για ανάμειξη
των υλικών
και
προετοιμασία
ενός χαρμανιού.
Επίσης έτσι λέγεται
και η βαρέλα(βλ.).
μπετόν καθαριότητας: βλ. καθαριότητας
μπιζουτέ: γωνία στην κάτω εξωτερική πλευρά μιας μαρμαροποδιάς.
μποτιλιάρω: βάζω μπουτέλια (βλ.).
μπουτέλι: ένα λατάκι (βλ.) ή σωλήνα με βίδα (βλ.) που τοποθετείται ώστε να κοντράρει (βλ.) ένα καλούπι (συνήθως μονοκάλουπο (βλ.) ή ντουλάπι(βλ.)).
N: (Newton) Μονάδα μέτρησης δύναμης. Δεν είναι πολύ επιστημονικό αλλά για πρακτικούς σκοπούς μπορούμε να πούμε ότι ισοδυναμεί περίπου με 1/10 του κιλού.
νευρομετάλ: γαλβανισμένο πλέγμα  που χρησιμοποιείται για την ενίσχυση της λάσπης στο σοβάτισμα, όπου αυτή πρέπει να έχει μεγαλύτερο από το συνηθισμένο πάχος των 2-3εκ.. Συνήθως ντύνουμε με τέτοιο σωλήνες αποχετεύσεων.
ντουλάπι: (εκτός από το χώρο
όπου αποθηκεύουμε τα ρούχα μας)
μονοκάλουπο τοιχίο από μπετόν αρμέ,
κατασκευασμένο στα γρήγορα
προκειμένου να ασφαλίσει
υπάρχουσα
γειτονική κατασκευή
από κατάρευση
καθώς έχει γίνει
εκσκαφή στα όρια
της θεμελίωσής της.
ντρενάζ: βλ. drainage

ξηρολιθιά: είδος τοιχοποιίας
(που πλέον
χρησιμοποιείται μόνο για
κατασκευή
περιφράξεων)
από πέτρα
στοιβαγμένη
χωρίς
κανένα συνδετικό κονίαμα.
οικοδομική γραμμή: η γραμμή εκείνη πέρα από την οποία δεν επιτρέπεται να χτίσουμε (βλ. επίσης ρυμοτομική γραμμή, πρασιά, δρόμος, πεζοδρόμιο).
οικοδομικός χάλυβας: χάλυβας σε μορφή βέργας ή τσερκιού και μερικές φορές πλέγματος που χρησιμοποιείται για τον οπλισμό του σκυροδέματος. 
όμορος: αυτός που έχει κοινά όρια, δηλ. που συνορεύει. Π.χ. τα όμορα οικόπεδα = τα οικόπεδα που συνορεύουν με … .
οπτόπλινθος: τούβλο με τρύπες.
παπαγάλος: (Καμμία σχέση με την πολιτική! Εδώ μιλάμε για πραγματική δουλειά)
είδος γερανού κατάλληλου για οικοδομικές
και άλλες εργασίες,
συνήθως μικρού έως
μεσαίου μεγέθους
και ανάλογων δυνατοτήτων.
Είναι μόνιμα εγκατεστημένος
σε φορτηγό αυτοκίνητο
(συνήθως πίσω από την καμπίνα του οδηγού)
με τρόπο που να επιτρέπει στο φορτηγό
τη φόρτωση εμπορευμάτων και υλικών.
παρετίνα: ειδικός στόκος για σπατουλαριστό(βλ.) βάψιμο.

πασαλόμπηξη: ειδικός τύπος θεμελίωσης για κατασκευές με ειδικές απαιτήσεις (π.χ. γέφυρες) ή/και σαθρά εδάφη.
πάτημα: το οριζόντιο επαναλαμβανόμενο κομμάτι μιας σκάλας. Συνηθισμένο βάθος 26-29εκ..  Μία σκάλα που ανεβαίνει έναν όροφο έχει συνήθως 16 πατήματα. Μία σκάλα έχει ρίχτια (βλ.) και πατήματα.
πέδιλο: στοιχείο θεμελίωσης,
πεδιλοδοκοί: είδος θεμελίωσης,
πεζοδρόμιο: το πλάτος τους περιλαμβάνεται στο πλάτος του δρόμου όπως αυτό εμφανίζεται στο τοπογραφικό μας. Είναι ευθύνη δική μας (του ιδιοκτήτη του οικοπέδου πάνω στο οποίο εφάπτεται) να είναι βατό, να μην έχει εμπόδια για πεζούς (σκεφτείτε μια γυναίκα με ένα μωρό στο καροτσάκι της) και να μην κρύβει παγίδες (προεξοχές όπου κάποιος μπορεί να σκοντάψει).
περασιά: νοητή ευθεία με βάση κάποιο σημείο αναφοράς. Π.χ. οι κολώνες στην ίδια εξωτερική πλευρά μιας οικοδομής πρέπει να είναι στην ίδια περασιά.
περλομπετόν: ελαφρομπετόν (βλ.) που περιέχει και περλίτη. Είναι ακριβότερο από την απλή τσιμεντοκονία και από το αφρομπετόν, αλλά έχει μικρότερο βάρος και καλύτερες μονωτικές ιδιότητες (κυρίως θερμομονωτικές αλλά και ηχομονωτικές)
πεταλούδες: εργαλείο που χρησιμοποιείται από τους καλουπατζήδες (σε συνδυασμό με τακάκια και φουρκέτες) για το σφύξιμο τοιχίων ή κολωνών ώστε να μην ανοίξουν κάτω από την πίεση του ρευστού σκυροδέματος.
πέτσωμα: κομμάτι τάβλας(βλ.) με μήκος μεταξύ 80εκ και 1,70μ.. Κατά μία γενικότερη έννοια πέτσωμα λέγεται και η επιφάνεια πάνω στην οποία θα χυτευθεί το μπετόν. Συνήθως για πλάκες.
πίλαρ (pillar) ΔΕΗ: βλ. ερμάριο ΔΕΗ
pilotis: (προφέρεται: πιλοτί ) η κατασκευή εκείνη που στηρίζει ένα οικοδόμημα πάνω σε κολώνες διατηρώντας το ισόγειο κενό κατά τ’ άλλα και ελεύθερο για χρήσεις όπως λ.χ. χώρους στάθμευσης. Είναι λέξη της της γαλλικής γλώσσας, όπου ενικός και πληθυντικός είναι ο ίδιος.
πλάκα: το (συνήθως αλλά όχι απαραίτητα) επίπεδο, μικρού πάχους και μεγάλης επιφάνειας οριζόντιο στοιχείο του σκελετού μιας κατασκευής. Μαζί με τις κολώνες (βλ.) και τα δοκάρια (βλ.) σχηματίζουν τον σκελετό.
πλάκα σάντουιτς: βλ. σάντουιτς πλάκα.
πλάκες πεζοδρομίου: για πεζοδρόμια και διαδρόμους. Απαιτούν υποστρωμα σε επίπεδη μορφή (συνήθως απο μπετόν). Έχουν διαστάσεις 40Χ40εκ. και θα χρειαστείτε 6,25 τέτοιες στο μ2 εάν δεν έχετε καθόλου φύρα (αδύνατον).
πλέγμα: (συνήθως για οπλισμό σκυροδέματος) παράγεται σε διάφορες διαστάσεις και πυκνότητες, αλλά ο συνηθέστερος τύπος είναι το Τ92. Έχει καρέ 15Χ15εκ., τα σίδερα είναι διαμέτρου 4χιλ. και ζυγίζει 16 κιλά ανά τεμάχιο. Με διαστάσεις 5Χ2μ, ζυγίζει 1,6κιλά ανά μ2.
πολυστερίνη: ένα είδος συνθετικού υλικού (το κοινό φελιζόλ) που χρησιμοποιείται για θερμομόνωση. Παράγεται σε δύο βασικές ποικιλίες, εξηλασμένη και διογκωμένη. Η πρώτη από τις δύο λίγο καλύτερη και λίγο ακριβότερη.
ποταμός: κανάλι ή προεξοχή συνήθως στην εξωτερική κάτω πλευρά μίας μαρκίζας ή ενός μπαλκονιού ώστε τα νερά της βροχής να μην μπορούν να προχωρήσουν προς το εσωτερικό του μπαλκονιού ή της προεξοχής, αλλά να στάζουν στο σημείο του ποταμού. Γίνεται και στις μαρμαροποδιές. Βλ. περισσότερα στη σελίδα http://alpha6.gr/wp/?page_id=377
ποτήρι: (στα μπετά), κύλινδρος μεταλλικός που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση ικριωμάτων.
πραγματική αξία ακινήτου: η αξία στην οποία το ακίνητο αλλάζει χέρια. Η τιμή εκείνη στην οποία συμφωνούν αγοραστής και πωλητής και που χάρις σ’αυτή τη συμφωνία γίνεται η συναλλαγή.
πρασιά: η λωρίδα εκείνη του οικοπέδου μας που βρίσκεται ανάμεσα στην οικοδομική (βλ.) και ρυμοτομική γραμμή (βλ.) και που δεν επιτρέπεται να χτίσουμε.
πρέκι: βλ. σενάζ.

πρέσα: για μπετόν,
η αντλία που τραβάει
το σκυρόδεμα
από τη βαρέλα (βλ.)
και
το προωθεί στο ακριβές
σημείο της χύτευσης.
Σχεδόν πάντα (αλλά όχι απαραίτητα)
μόνιμα εγκατεστημένη πάνω σε φορτηγό.


πρέσα: για σοβάτισμα, το μηχάνημα που αναμειγνύει και ακολούθως προωθεί το κονίαμα (πεταχτό, λάσπη, μάρμαρο κλπ) στο ακριβές σημείο διάστρωσης. Συνήθως ένα μικρό μηχάνημα που μεταφέρεται από οικοδομή σε οικοδομή ρυμουλκούμενο από ένα μικρό φορτηγάκι.
πρόβολος: οποιαδήποτε προεξοχή (προβολή, που προβάλει) από το κτίριο, συνήθως τα μπαλκόνια.
πρόκα: καρφί, ήλος.
πυλωτή: εσφαλμένη απόδωση στα ελληνικά της γαλλικής λέξης pilotis(βλ.).
ράμμα: σπάγγος, πάχους περίπου 1χιλιοστού, που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό μιάς ευθείας (ή μιας περασιάς). Συνήθως δένουμε το ράμμα σε δύο πρόκες ή σε δύο τούβλα. Πρέπει να είναι καλά τεντομένο.
ράμπα: επιφάνεια που προσφέρει πέρασμα σε έναν άλλο χώρο (π.χ. η ράμπα του γκαράζ), συνήθως υπό κάποια κλίση. Μέγιστη κλίση για αυτ/τα 25%. Μία ράμπα πρέπει να έχει αυξημένη αντιολισθητικότητα όσο μεγαλώνει η κλίση της.
ραντιέ: βλ. κοιτόστρωση.
ρευστοποιητής: ειδικό πρόσθετο για να αυξάνεται η εργασιμότητα του σκυροδέματος. Προστίθεται στο υγρό σκυρόδεμα μέσα στη βαρέλα (βλ.) και απαιτείται ανάδευση. Απαραίτητο πλέον σχεδόν για όλες τις σκυροδετήσεις. Χάρις σ’αυτό μπορούμε να έχουμε πιο λεπτόρευστο μπετόν χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε νερό.
revinex: στεγανωτικό μάζης (βλ.) σε μορφή γαλακτώματος. Μία από τις μάρκες που θα βρείτε στην αγορά αρκετά διαδεδομένη. Θα βρείτε προϊόντα για την ίδια χρήση και από Sika, Durostick, Ceresit και πολλά άλλα.
ριζόκομα: τα κατακόρυφα τοιχώματα ή επιφάνειες ενός σκάμματος.
ρίχτι: το κατακόρυφο επαναλαμβανόμενο κομμάτι μιας σκάλας. Συνηθισμένο ύψος είναι 16-19εκ.. Μία σκάλα που ανεβαίνει έναν όροφο έχει συνήθως 17 ρίχτια. Μία σκάλα έχει ρίχτια και πατήματα (βλ.).
ρύση: απόκλιση από το οριζόντιο, προκειμένου (συνήθως) να απορέουν ευχερώς τα όμβρια νερά (ή άλλα). Συνήθως για επιφάνειες.
ρυμοτομική γραμμή: η γραμμή εκείνη που χωρίζει το οικόπεδό μας από τον δρόμο. Το πεζοδρόμιο περιλαμβάνεται στο δρόμο. Όταν δηλ. αναφέρεται στο τοπογραφικό μας ότι έχουμε δρόμο πλάτους 8μ, στα 8 αυτά μέτρα περιλαμβάνονται και τα πεζοδρόμια.
σάντουιτς πλάκα: είδος πλάκας από οπλισμένο σκυρόδεμα, χωρίς δοκάρια. Η πλάκα αυτού του τύπου έχει πάχος 25εκ. τουλάχιστον και δύο στρώσεις μπετόν (μία πάνω και μία κάτω) που ανάμεσά τους έχουν ένα κομμάτι φελιζόλ (συνήθως 50Χ50εκ με πάχος λ.χ. 10εκ). Ο οπλισμός μιας πλάκας σάντουιτς γίνεται με διαδοκίδωση ανάμεσα στα κομμάτια φελιζόλ και προς τις δύο κατευθύνσης (μήκος και πλάτος) μιας πλάκας σάντουιτς. Το πλεονέκτημα της πλάκας αυτής είναι ότι αποφεύγουμε τις κρεμάσεις των δοκαριών. Το μειονέκτημά της είναι στοιχίζει περισσότερο καθώς απαιτείται περισσότερο μπετόν και περισσότερος οπλισμός. Αν εξαιρέσουμε τις κρεμάσεις, μία πλάκα σάντουιτς έχει επίσης το μειονέκτημα ότι μειώνει το διαθέσιμο ύψος κατά 10-15εκ.
σενάζ: λεπτό δοκάρι από οπλισμένο σκυρόδεμα, χυτευμένο πάνω σε τοιχίο από τούβλα. Σε έναν τοίχο από τούβλα το πρώτο σενάζ πέφτει στο 1,20μ από το δάπεδο και το επόμενο μετά από άλλο τόσο. Όταν το σενάζ τοποθετείται πάνω από ένα κούφωμα λέγεται πρέκι. Προέρχεται από τη γαλλική λέξη chainage που σημαίνει αλυσίδα ή κατασκευή σαν αλυσίδα.
σεντόνι: τρόπος επιμέτρησης εργασιών (συνήθως τοιχοποιίας, σοβατίσματος), όπου τα μικρά ανοίγματα λ.χ. παράθυρα κάτω του 1μ πλάτους, δεν αφαιρούνται καθόλου απο την επιμέτρηση. Συνεπώς ο χτίστης ή ο σοβατζής πληρώνεται σαν να τα είχε χτίσει και αυτά. Ο λόγος που γίνεται αυτό είναι ότι ο χρόνος που χρειάζεται για να χτίσει (ή να σοβατίσει) ο μάστορας ένα άνοιγμα, είναι περισσότερος από τον χρόνο που θα χρειαζόταν αν το άνοιγμα δεν υπήρχε.
σιδέρωμα: η κοπή, διαμόρφωση και τοποθέτηση του οικοδομικού χάλυβα μέσα στα καλούπια. Η επόμενη δουλειά είναι το κλείσιμο του καλουπιού (εκτός από πλάκες και δοκούς, που δεν χρειάζονται κλείσιμο) και η χύτευση του μπετόν.
σκαλομέρι: το σοβατεπί σε μία σκάλα επενδεδυμένη με μάρμαρο.
σκύρο: αδρανές υλικο με διάσταση 30-60 χιλιοστά περίπου.
σκυρόδεμα: το μείγμα νερού, αδρανών υλικών (άμμος, χαλίκια) και τσιμέντου. Διαβάστε περισσοτερα στη σχετική σελίδα μας.
σοβατεπί: στενή λωρίδα (πλάτους 5-10εκ.) στο κάτω μέρος ενός τοίχου από το ίδιο υλικό που είναι το δάπεδο. Για παράδειγμα, στα ξύλινα δάπεδα είναι από ξύλο, στα δάπεδα από πλακάκι είναι από πλακάκι, στα δάπεδα από μάρμαρο είναι κι αυτό από μάρμαρο. Το σοβατεπί τοποθετείται για με σκοπό την αρμοκάλυψη (δηλ. για παράδειγμα το ξύλινο δάπεδο ή τα πλακάκια στο δάπεδο δεν τα κολάμε στον τοίχο. αφήνουμε 5-10 χλσ. κενό, και καλύπτουμε το κενό με το σοβατεπί).
σπατουλαριστό: στο βάψιμο (εσωτερικών συνήθως επιφανειών), όπου προηγείται στρώσιμο ειδικού στόκου (παρετίνα) πριν από το χρώμα. Το στρώσιμο της παρετίνας γίνεται με μεγάλες σπάτουλες. Η στοκαρισμένη επιφάνεια ακολούθως τρίβεται για να πετύχουμε το είδος της λείας επιφάνειας που θεωρείται απαραίτητο για εσωτερικές τοιχοποιίες. Στις εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων σπάνια γίνεται σπατουλάρισμα.
σπάω χαρμάνι: ετοιμάζω ένα χαρμάνι(βλ.) κάνοντας την ανάμειξη με το χέρι κι όχι με μπετονιέρα.

σποτ: το πλαστικό “ποτηράκι” που
τοποθετείται μέσα στο καλούπι
πριν την χύτευση του μπετόν.
Μέσα σ’ αυτά
θα τοποθετηθούν
αργότερα
τα ομώνυμα
φωτιστικά
σώματα.

σταμπωτό: είδος τελικής
επιφάνειας
όπου με
τη χρησιμοποιηση
ειδικής φόρμας,
δίνεται η εικόνα
του φτιαγμένου από πέτρες,
τούβλα, χτισμένου κλπ.
Χρησιμοποιείται
συνήθως
για εξωτερικά
δάπεδα,
εξωτερτικούς
διαδρόμους,
πεζοδρόμια
ή άλλες επιφάνειες
σταυρουδάκια: πλαστκοί αποστάτες σε σχήμα σταυρού που (τοποθετούμενοι στις τέσσερις γωνίες ενός πλακιδίου ή ενός υαλότουβλου) εξασφαλίζουν την σωστή αρμολόγηση του πλακιδίου ή του υαλότουβλου, δηλ. σταθερό πάχος αρμού.
στεγανωτικό μάζης: ειδικό πρόσθετο που χρησιμοποιείται για να αυξήσει την αντίσταση κατά στην υγρασία του σκυροδέματος ή της λάσπης του σοβά ή της τσιμεντοκονίας στα δάπεδα. Στην περίπτωση που χρησιμοποιηθεί σε σκυρόδεμα στα τοιχία ενός υπογείου ή στην τελευταία πλάκα, βεβαιωθείτε ότι δεν μειώνει τις αντοχές του σκυροδέματος. Εάν υποψιάζεστε ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, παραγγείλετε μπετόν μιάς βαθμίδας παραπάνω. Δεν μπορεί να αντικαταστήσει την υγρομόνωση, η οποία έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να γίνει για να πετύχουμε ικανό ποσοστό προστασίας.
στρέμμα: επιφάνεια γης εμβαδού 1.000 τετραγωνικών μέτρων. 
συνδετήρες: όταν μιλάμε για οπλισμό σκυροδέματος, λέγονται και έτσι τα τσέρκια(βλ.).
σφήνα: κομμάτι λαμαρίνας σε τριγωνικό σχήμα που χρησιμοποιείται για να σφίγγονται τα κλειδιά(βλ.) των καλουπατζήδων στις κολώνες πριν το καλούπωμα.
σφήνωμα: η τελευταία σειρά από τούβλα σε ένα τοίχο, τα οποία τοποθετούνται λοξά κι όχι οριζόντια. Το σφήνωμα είναι απολύτως απαραίτητο σε μία τοιχοποιία και χωρίς αυτό ο τοίχος θα είχε πολύ χαλαρή ή και καθόλου σύνδεση με το δοκάρι (ή με την πλάκα) στο πάνω του μέρος.
σφυρί: εκτός από το εργαλείο που χρησιμοποιούμε για να καρφώνουμε πρόκες, είναι και μηχάνημα χωματουργικών εργασιών. Είναι ουσιαστικά μία τσάπα που αντί για κουβά στην άκρη του βραχίωνα έχει ένα βελόνι που χρησιμοποιείται για κατεδαφίσεις, σπάσιμο μπετόν ή πέτρας.
συντελεστής δόμησης: (συντομ.: σ.δ.) ο αριθμός εκείνος που όταν πολλαπλασιαστεί με το εμβαδόν του οικοπέδου (στο οποίο και αναφέρεται), μας δίνει τη μέγιστη μεικτή επιφάνεια των δαπέδων της ανωδομής (σε όλα τα δυνατά επίπεδα) που επιτρέπεται να οικοδομηθούν. Παράδειγμα: οικόπεδο επιφάνειας 500μ2 που επιτρέπει έως 2 ορόφους, έχει σ.δ.=0,5 (ή 50%). Μπορούμε να κάνουμε 2 επίπεδα (ισόγειο και όροφο) των 125μ2 έκαστο. Συνολικά δηλ. 250μ2 (500 Χ 0,5).
συντελεστής κάλυψης: (συντομ.: σ.κ.) ο αριθμός εκείνος που όταν πολλαπλασιαστεί με το εμβαδόν του οικοπέδου (στο οποίο και αναφέρεται), μας δίνει τη μέγιστη επιφάνεια της προβολής του περιγράμματος της ανωδομής πάνω στο οικόπεδο. Παράδειγμα: οικόπεδο επιφάνειας 500μ2, έχει σ.κ.=0,25 (ή 25%). Μπορούμε να κάνουμε μία οικοδομή που το εμβαδόν του περιγράμματός της δεν ξεπερνάει τα 125μ2, δηλ. 500 Χ 0,25.
τάβλα: κομμάτι ξύλου ορθογωνικής διατομής συνήθως 10,5 ή 12,5 Χ 2,5εκ. Έχουν μήκος συνήθως πάνω από 1,80μ. Οι τάβλες χρησιμοποιούνται και για πέτσωμα (δηλ. πάνω τους θα ακουμπήσει το μπετόν που θα χυτευθεί). Κατά τη διάρκεια της χρήσιμης ζωής της η τάβλα μπορεί να κοπεί αρκετές φορές και από αρχικά θα γίνει πέτσωμα (βλ.) και ακολούθως χλάπα(βλ.).
τακάκι: ανεπιθύμητο κομμάτι από ξύλο που χρησιμοποιείται από τους καλουπατζήδες για να εξασφαλίζει ότι οι δύο πλευρές του καλουπιού ενός τοίχου (ή μιάς κολώνας) δεν θα συγκλίνουν όταν σφυχτούν οι πεταλούδες (βλ.) πάνω στις φουρκέτες (βλ.).
ταμπάνι: η κάτω πλευρά (το δάπεδο, η οριζόντια επιφάνεια) ενός σκάμματος. Επίσης έτσι λέγεται και το γερό εκείνο χοντρό ξύλο (συνήθως λατάκι) που πάνω του ακουμπούν τα καδρόνια (συνήθως λατάκια επίσης) που πάνω τους τοποθετείται το πέτσωμα (μπετοφόρμ ή τάβλες). Το ίδιο και για το καλούπι ενός τοιχίου ή μιας τοιχιοκολόνας.

ταρατσόπλακες: πλάκες από μπετόν
τετράγωνες όπως οι πλάκες πεζοδρομίου
αλλά με μικρότερο πάχος για κάλυψη δωμάτων.
Θα τις βρείτε
και σε μονωμένη έκδοση
με επικάλυψη πολυστερίνης
ώστε να προσφέρουν θερμομόνωση.
Δεν παρέχουν καμμία στεγάνωση (η οποία θα πρέπει να έχει προηγηθεί).
τζαμιλίκι: τα τζάμια σε ένα παράθυρο ή μία μπαλκονόπορτα. Μπορούν να αγοραστούν και να τοποθετηθούν από άλλο συνεργείο απ’ ότι τα υπόλοιπα κουφώματα μιας κατασκευής.
τουβλίνα: τούβλο από το ίδιο υλικό όπως και τα κοινά τούβλα, με μεγαλύτρες όμως διαστάσεις και ορθογωνικής διατομής τρύπες. Παράγεται σε περισσότερα από ένα μεγέθη. Δύο αρκετά συνηθισμένοι τύποι είναι: α. 15εκ (π), 24 (μ) και 30 (υ) και β. 15 (π), 32 (μ) και 25 (υ). Θα χρειαστείτε περίπου 15 κομμάτια στο μ2. Θα τις βρείτε και σε πιο πλούσια έκδοση όπου οι τρύπες είναι γεμάτες με πολυστερίνη (βλ.) για καλύτερη μόνωση.
τούβλο: βασικό δομικό στοιχείο, που συνήθως χρησιμοποιείται για τοιχοποιίες. Στην πιο κοινή του μορφή (οπτόπλινθος) παράγεται με τρύπες που διατρέχουν το μήκος του, σε δύο διαστάσεις: 6-οπα (μονά) και 12-οπα (διπλά) τούβλα. Όλα έχουν μήκος 19εκ. ενώ η διατομή τους είναι 8,5Χ11 και 8,5Χ6εκ. για τα διπλά και τα μονά αντίστοιχα. Τα διπλά τούβλα ζυγίζουν περίπου 1 κιλό. 
τραπεζοειδής λαμαρίνα (ή χαλυβδόφυλο): υπάρχει σε πάχη από 0,75 ή 1,00 ή 1,25 χιλιοστά. Χάρις το σχήμα (η διατομή της είναι μία κυματιστή γραμμή) της χρησιμοποιείται αντί για πέτσωμα για τη σκυροδέτηση πλακών από οπλισμένο σκυρόδεμα. Παράγεται σε διάφορα μήκη ενώ το πλάτος της είναι συνθως 75εκ.. Θα σας την κόψουνε στο μήκος που χρειάζεστε έως και 12μ. (Το απαιτούμενο μήκος θα εξαρτηθεί από τις αποστάσεις των δοκών). Το πάχους του μπετόν που προδιαγράφει η στατική μελέτη έχει να κάνει με το ελάχιστο πάχος και όχι με το μέγιστο. Προσοχή γιατί για κάποιες περιπτώσεις δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην οικονομικότερη λύση απ’ ότι το κανονικό καλούπωμα. 
τρυπόξυλο: ένα ξύλο, συνήθως λατάκι, που τοποθετείται στο εσωτεικό του κλουπιού προκειμένου να υπάρχει σημείο στήριξης του καλουπιού που θα ακολουθείσει. Πολύ συχνά στο φρεάτιο ενός ασανσέρ. Για να μπορεί να βγεί ένα τρυπόξυλο κατά το ξεκαλούπωμα, θα πρέπει να έχει τυλιχτεί με φελιζόλ πριν την σκυροδέτηση. Ακόμα και έτσι το τρυπόξυλο αφήνει μία ανεπιθύμητη τρύπα στο μπετόν. Αν δεν τυλιχτεί με φελιζόλ πριν την σκυροδέτηση, σφηνώνει μέσα στο μπετόν όπου παραμένει για πάντα.
τσάπα: μηχάνημα χωματουργικών εργασιών που συνήθως χρησιμοποιείται για την εκσκαφή.
τσέρκι: το κομμάτι του οπλισμού μιας κολώνας ή ενός δοκαριού που τυλίγει τα κυρίως σίδερα (αυτά που τρέχουν κατά μήκος της κολώνας ή του δοκαριού). 
τσιμέντο: λεπτόκοκκη γκρίζα σκόνη (υπάρχει και σε άσπρο χρώμα) που αποτελεί το βασικό συστατιό του σκυροδέματος. Να μην συγχέεται με το μπετόν που είναι στην πραγματικότητα η γαλλική λέξη για το σκυρόδεμα και που έχει επικρατήσει διεθνώς. 
τσιμεντοκονία: από τσιμέντο, άμμο και νερό. χρησιμοποιείται για γεμίσματα επιφανειών ώστε να έχουμε μία αρκετά οριζόντια και επίπεδη τελική επίφάνεια πριν από τη διάστρωση με πλακάκια ή πλωτό ξύλινο δάπεδο.
τσιμεντόλιθος: δομικό στοιχείο από μπετόν. Συνήθως έχουν δύο κοιλότητες και εξωτερικές διαστάσεις 30 Χ 15 Χ 18 εκ. (Μ Χ Π Χ Υ). Το πλεονέκτημά τους είναι το χαμηλό κόστος, ενώ στην πλευρά των μειονεκτημάτων βρίσκονται οι ανεπαρκείς θερμομονωτικές του ιδιότητες και το μεγάλο βάρος. Χρησιμοποιούνται μόνο για κατασκευή μικρών αποθηκών ή και μαντρότοιχων. Ανάλογα με το μέγεθός τους μπορεί να έχουν διαφορετικά βάρη, αλλά συνήθως, περίπου 10 κιλά.
τσέρκι: χάλυβας που χρησιμοποιείται για τον οπλισμό του σκυροδέματος σε κολώνες και δοκάρια. Συνήθως μ’ αυτό τυλίγουμε τα κολωνοσίδερα της κολώνας ή της δοκού για μεγαλύτερη αντίσταση στο σεισμό. 
υαλόπλεγμα: πλαστικό πλέγμα πυκνής πλέξης που τοποθετείται στα επιχρίσματα (σοβάδες) όπου αλλάζει το υλικό, ώστε να μην έχουμε ρηγματώσεις. 
ytong: δομικό στοιχείο από πορομπετόν. Είναι ελαφρύτερο από το συνηθισμένο τούβλο με ικανή θλιπτική αντοχή και καλές θερμομονωτικές ιδιότητες. Παράγεται σε διαστάσεις 60 Χ 25 εκ. (μήκος Χ ύψος) και σε πάχη από 5 έως 30εκ. (ανά 5εκ.). Ζυγίζει περίπου 600 κιλά / μ³. Αποβάλλει δύσκολα την υγρασία που θα αποροφήσει. Το είδος του υλικού αυτού έχει γενικά συντελεστή θερμοαγωγιμότητας περίπου λ= 0,11 k(W/mK). 
φατούρα: τρόπος ανάθεσης υπεργολαβίας, όπου ο υπεργολάβος πληρώνεται μόνο για την εργασία, ενώ τα υλικά παραγγέλνονται και πληρώνονται απ’αυθείας από τον εργοδότη (συνήθως τον ιδιοκτήτη της οικοδομής). Το αντίθετο (όταν δηλ. ο υπεργολάβος αναλαμβάνει να παραγγείλει και να πληρώσει αυτός και τα υλικά) ονομάζεται “με τα υλικά” ή “εργολαβία” ή “κατ’ αποκοπή”. Προέρχεται από την ιταλική λέξη fattura που σημαίνει τιμολόγιο.
φορούσι: δοκάρι που στην μία του άκρη δεν στηρίζεται πάνω σε κολώνα.
φορτωτής: μηχάνημα χωματουργικών εργασιών που συνήθως χρησιμοποιείται για την φόρτωση σε φορτηγό χωμάτων και μπαζών.
φουρκέτες: κομμάτι από λείο σίδερο (κυλινδρικό), μήκους περίπου 1 – 1,2μ που χρησιμοποιείται από τους καλουπατζήδες (σε συνδυασμό με τακάκια και πεταλούδες) για το σφύξιμο τοιχίων ή κολωνών ώστε να μην ανοίξουν κάτω από την πίεση του ρευστού σκυροδέματος.
χαλίκι: αδρανές υλικό με διάσταση 15-30 χιλιοστά περίπου.
χαλυβδόφυλλο: η λαμαρίνα(βλ.), δηλ. φύλλο από χάλυβα μεγάλης επιφάνειας και μικρού πάχους
χαρμάνι: το μείγμα γενικά, συνήθως το μείγμα κονιάματος ή σκυροδέματος.
χλάπα: απομεινάρι ή μικρό κομμάτι τάβλας με μήκος κάτω του ενός μέτρου
ψαροκόκκαλο: τύπος αντιολισθητικής επιφάνειας που κατασκευάζεται με την χρήση τσιμέντου και χαλαζία ώστε να έχει την απαραίτητη σκλήρηνση για χρήση (συνήθως) από αυτοκίνητα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για πεζοδρόμια και αλλού.

Πηγή